Εκεί κοντά, ανάμεσα στα τόσα μαγαζιά, δούλευε και εκείνος. Τον κοιτούσε κρυφά,συχνά. Εκείνος δεν την είχε προσέξει, σαν κοπέλα, μόνο σαν μια απλή πωλήτρια που ήθελε να βγάλει λίγα χρήματα,να επιβιώσει. Δεν είχε προσέξει πως όταν την κοιτούσε,εκείνη άλλαζε πλευρά από ντροπή. Ντροπή όμως γιατί; Ντροπή να αισθάνεσαι; Ένιωθε ντροπή να τον κοιτάει στα μάτια,χαμήλωνε το βλέμμα της. Σαν κατώτερη. Ίσως φοβόταν τι θα πει ο κόσμος. Ήταν σαν σκιά, μια σκιά που τον παρακολουθούσε καθημερινά, παρακολουθούσε κάθε του κίνηση. Που και που χαμογελούσε. Κανείς δεν ήξερε γιατί. Κανείς δεν κατάλαβε τον λόγο.
Και κάθε φορά που έπρεπε να μαζέψει τα λουλούδια της στο τέλος της μέρας και να φύγει, λυπόταν που έπρεπε να τον αποχωριστεί, λυπόταν που δεν μπορούσε να του το πει. Ο μεγαλύτερος της φόβος την ξημέρωνε κάθε αυγή, ο φόβος ότι δεν θα τον ξανά δει. Βιαζόταν να πάει να τον αντικρίσει μια ακόμη παραπάνω στιγμή. Έτρεχε στους δρόμους κάθε πρωί. Ήταν η ερωτευμένη τρελή ή η τρελή ερωτευμένη.
Και όταν δεν πουλούσε τίποτα κάποιες μέρες, δεν την ένοιαζε, έφευγε χαμογελαστή. Χαρούμενη που τον είδε. Οι μέρες περνούσαν, τα λουλούδια άρχισαν να ξεραίνονται όλο και περισσότερα. Δεν πουλούσε σε αυτό το σημείο πια, έπρεπε να αλλάξει μέρος. Δάκρυσε. Αναρωτιόταν που θα πήγαινε το επόμενο πρωί, χωρίς εκείνον δίπλα της, χωρίς να ακούει τις ανάσες του. Χωρίς τίποτα. Μονάχα λίγα λουλούδια ,όπου κάποια μάτωναν τα χέρια της. Ίσως και κάποιες πεταλούδες που ακουμπούσαν για μια στιγμή στα λουλούδια της. Ήταν οι μόνες φίλες της. Με πια αφορμή θα πήγαινε να τον ξανά δει. Με πια αφορμή θα την πλησίαζαν οι πεταλούδες. Φοβόταν πως έχανε όσα είχε. Ο κρίκος ήταν τα λουλούδια. Χωρίς λουλούδια ήταν σαν χωρίς αναπνοή.
Το επόμενο πρωί λουλούδια δεν υπήρχαν, ένιωθε πως έχανε τις δυνάμεις της. Χρειαζόταν να τον δει. Έπεσε κάτω σχεδόν λιπόθυμη. Βρισκόταν εκεί για αρκετή ώρα..μόνη. Όταν ξαφνικά πεταλούδες μπήκαν από το μπαλκόνι, απλώθηκαν παντού πάνω της. Ήρθαν οι φίλες τις, να την βοηθήσουν. Την σήκωσαν με όλη την δύναμη που διαθέτουν τα φτερά μιας πεταλούδας και την έβγαλαν από το σπίτι, την ταξίδεψαν στον ουρανό και την άφησαν στο ίδιο εκείνο παγκάκι.
Εκείνος την πλησίασε,τρομαγμένος που ήταν λιπόθυμη. Μα όσο την κοιτούσε τόσο πιο όμορφη του φαινόταν. Μόλις την άγγιξε στο μάγουλο,εκείνη ανατρίχιασε, ξύπνησε. Τον κοίταξε έκπληκτη. Κοίταξε γύρω της, πεταλούδες παντού και μπροστά της εκείνος κρατώντας ένα λουλούδι που του χάρισε μια πεταλούδα. Τέντωσε το χέρι του και της το έδωσε. Ένα μεγάλο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο της. Χωρίς κανέναν φόβο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου