Και όλο από το χέρι μου έπεφτε το βραχιόλι σου, και όλο στο πάτωμα κατέληγε. Επέμενα να το έχω μαζί μου, το μάζευα με χαρά..αλλά πάλι με άφηνε. Στην αρχή δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία ώσπου άρχισε να γίνεται καθημερινά,σαν να μου έλεγε δεν είμαι δικό σου πια, δεν θέλω να είμαι δίπλα σου ξανά. Το άφησα, το άφησα στο πάτωμα..δεν το ξανά άγγιξα..μονάχα το κοιτούσα από μακριά,ήταν σαν αστέρι που έπεσε από τον ουρανό. Δεν με ένοιαζε που έπεσε,ούτε που ήταν μακριά.. με ένοιαζε που ήταν ακόμα αστέρι. Είχε ακόμα την μαγεία του μέσα του,είχε ακόμα την ίδια σημασία για μένα. Το χάζευα τα βράδια. Ήταν φορές που ήθελα να το πάρω πίσω,μου έλειπε, όμως δεν ήξερα τον τρόπο και έτσι πέρασε ο καιρός σκεπτόμενη το πως.Και όσο περνούσε ο χρόνος,σκούριασε και χανόταν στο χώμα. Ώσπου μια μέρα που το πήρα απόφαση, πήρα μια βαθιά ανάσα και γύρισα να σε κατακτήσω,να σε εκτιμήσω όμως όταν έφτασα ήταν αργά, είχες χαθεί στο έδαφος. Άργησα γιατί φοβόμουν την απόρριψη. Αλλά εκείνη την στιγμή φοβόμουν περισσότερο από ποτέ,φοβόμουν πως δεν θα δω ξανά την λάμψη του αστεριού μου,έστω από μακριά..και ότι θα χανόμουν στο σκοτάδι.
Εκείνη την στιγμή πνιγόμουν στις σκέψεις ώσπου ένιωσα ένα χέρι στην πλάτη μου,σαν κάποιος να με έσωζε από την φουρτούνα που υπήρχε μέσα μου. Ήταν ένα αγόρι όπου μου άπλωσε το χέρι για να σηκωθώ,και αφού έγειρα το κεφάλι μου αλλού και αδιαφόρησα,μου χαμογέλασε,έβγαλε το βραχιόλι σου από την τσέπη του και μου ψιθύρισε 'αυτό πρέπει να είναι δικό σου΄..άνοιξε την χούφτα μου,μου το άφησε και την έκλεισε ξανά. Τον κοίταξα περίεργα. Έφευγε. Σηκώθηκα και έτρεξα να τον φτάσω, όταν έφτασα κοντά του σταμάτησε και με κοίταξε, δεν ήξερα τι να πω, δεν ήξερα καν γιατί τον ακολούθησα, απλά δεν ήθελα να αργήσω για άλλη μια φορά και να χαθώ στον χρόνο.