Αναστέναξα και κάθισα στον καναπέ. Βράδυ και πάλι. Είναι το τέλος κάθε μέρας..ή μήπως όχι; Πέρασαν διάφορα από το κεφάλι μου και απλά περίμενα να πέσουν όλοι για ύπνο για να συνεχίσω την μέρα μου διαφορετικά όπως συνήθιζα τα σκοτεινά βράδια ενώ έπεφτα για ύπνο και με έβρισκε το ξημέρωμα με τα ακουστικά στο χέρι. Έφτασε η στιγμή λοιπόν. Βγήκα από το μπαλκόνι και κοίταξα την όμορφη θέα. Ήθελα να κάτσω και να παρατηρήσω τα πάντα ακούγοντας χαμηλά μουσική. Πρόσεξα τα φώτα των σπιτιών, τους άδειους δρόμους,τα λαμπερά αστέρια και εκείνον απέναντι.Κρύφτηκα για λίγο για να μην με δει όταν σήκωσε το κεφάλι του,δεν ξέρω γιατί αλλά δεν ήθελα..αργότερα το χαμήλωσε και συνέχισε να κλαίει ασταμάτητα. Κρατούσε κάτι στο χέρι που γυάλιζε. Μετά από προσπάθεια κατάφερα να δω πως ήταν ένα κολιέ. Ένα όμορφο φυλαχτό που έβαζε σε ένα μικρό μαύρο κουτάκι. Τον κοιτούσα για ώρα. Προσπαθούσα να μάθω τι είχε συμβεί χωρίς να τον ρωτήσω. Ντρεπόμουν όσο και να ήθελα να μάθω. Ένιωσα την ανάγκη να βοηθήσω κάποιον,γιατί κάνει και εμένα να νιώθω όμορφα. Σηκώθηκε και πήγε μέσα, μα τα φώτα δεν έχουν κλείσει. Δεν κοιμάται. Εκεί ήταν που άκουσα έναν θόρυβο και έτρεξα στο κρεβάτι μου.
Περίμενα για λίγα λεπτά και τελικά τίποτα. Σηκώθηκα και σιγά σιγά προχώρησα στο υπόλοιπο σπίτι, όλοι κοιμόντουσαν. Πήρα μια βαθιά ανάσα και προχώρησα στο μπαλκόνι, τα φώτα του απέναντί ήταν κλειστά. Άρχιζα να νυστάζω όμως δεν ήθελα να κοιμηθώ. Έβαλα τα ακουστικά στα αφτιά μου και άρχισα να χορεύω στο δωμάτιο μου, άφησα την μουσική να με ταξιδέψει με την μελωδία της και μετά με πήγε σε ένα όνειρο ο γλυκός ύπνος. Ονειρεύτηκα να φοράω το κολιέ. Είχε μείνει στην μνήμη μου. Έτσι άρχιζα να βγένω κάθε βράδυ από το μπαλκόνι μήπως το ξαναδώ, μήπως τον ξαναδώ..
Δεν τον ξανα είδα..μα που πήγε; ούτε απόψε δεν ήταν εδώ. Ετοιμάστηκα και βγήκα μια βόλτα στους δρόμους..φεύγοντας πήρα και δυο καραμέλες, ήταν από τις αγαπημένες μου..έφαγα μια από το σπίτι και κράτησα την άλλη για αργότερα. Προχωρούσα και όλα ήταν ύσηχα..κάθησα για λίγο σε δυο σκάλες ενώς σπιτιού και έβγαλα το κινιτό μου για να κάνω ένα τηλέφονο, πριν προλάβω όμως είδα κάτι λαμπερό στον δρόμο, πλησίασα και ήταν ένα στρασάκι που από κάπου θα έπεσε σκέφτηκα..παραπέρα όμως και άλλο, και άλλο! Μάζεβα ένα ένα τα στρασάκια,ήταν πολλά. Πίστευα πως κάπου θα με οδηγούσαν..μέχρι που κάποια στιγμή σταμάτησαν ξαφνηκά να υπάρχουν, και εγώ απλά στεκόμουν σε ένα σταυροδρόμι. Θύμοσα,απογοητεύτικα. Έριξα την χούφτα όλη στον δρόμο και γύρησα σπίτι. Το επόμενο πρωί σηκώθηκα αργά και βιαζόμουν για το σχολείο, πριν φύγω όμως η μαμά μου μου είπε πως μου έφεραν κάτι χθες το οποίο ξέχασε να μου δώσει..της είπα θα το ανοίξω αργότερα και έφυγα τρέχοντας. Μετά από σχολείο, διάβασμα και όλα αυτά θυμήθηκα αυτό που μου είπε η μαμά. Είχε πια νυχτόση. Πήγα στο δωμάτιο μου και σκήζοντας το περιτίλιγμα αντίκρησα το μαύρο εκείνο κουτάκι. Είχα μείνει άναυδη. Το άνοιξα και αντίκρησα εκείνο το όμορφο κολιέ..το πήρα μαζί μου και πήγα απέναντη, σε εκείνον. Χτύπησα πολλές φορές την πόρτα μα μάτεα. Ξύπνησα και έναν γείτονα και μου είπε πως εκείνος έχει φύγει εδώ και αρκετές μέρες. Μα που πήγε; Πως με βρήκε; Δεν με είδε! Γιατί μου το έδωσε; Δεν κατάλαβα ποτέ μου. Απλά κάτω από το μαύρο κουτάκι ήταν κολημένο ένα σημίομα που έλεγε "πίστεψε σε αυτό και στα όνειρα σου" από τότε δεν το έβγαλα στιγμή από πάνω μου. Πέρασε ο καιρός και είχα καταφέρει πράγματα στην ζωή μου πολλά. Ίσως να ήταν τυχερό. Όλα ήταν όμορφα εκείνον τον καιρό μέχρι που μια μέρα άκουσα ένα χτύπημα στην πόρτα και τον είδα, είδα εκείνον που μου το έδωσε. Στεκόταν με ένα χαμόγελο. Άρχισα τις ερωτήσεις πριν καν μιλήσει..όταν τελείωσα μου είπε κάτι που με έβαλε σε σκέψεις και είχε δίκιο. "Απλά όλοι έχουμε την ανάγκη να πιστέψουμε κάπου,όμως τα όνειρα σου δεν τα κατάφερε ο κολιές ούτε τίποτα άλλο, παρα μόνο εσύ." Έβγαλα το μικρό φυλαχτό και του το έδωσα πίσω. Άπλωσε το χέρι του και με μια κύνηση το χε πετάξει από το μπαλκόνι. Έτσι κοιταχτήκαμε και του είπα, ΜΠΟΡΩ ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΑΥΤΟ, ΤΗΝ ΖΩΗ ΜΟΥ ΤΗΝ ΚΑΘΟΡΙΖΩ ΕΓΩ:)
Κάπως έτσι λοιπόν ήθελε να μου δείξει 'εκείνος' πως κάτι που πιστεύουμε πως έχουμε ανάγκη, στην πραγματικότιτα ίσως να μην το έχουμε, απλά μέσα από πράγματα της ζωής προσπαθούμε να βρούμε κάτι άλλο, που στην συγκεκριμένη περίπτωση βρήκα δύναμη! Και την βρήκα από έναν άγνωστο, εκεί που δεν το περίμενα!
Τέλος..
*Καλό σας μήνα! Hello august:)
Περίμενα για λίγα λεπτά και τελικά τίποτα. Σηκώθηκα και σιγά σιγά προχώρησα στο υπόλοιπο σπίτι, όλοι κοιμόντουσαν. Πήρα μια βαθιά ανάσα και προχώρησα στο μπαλκόνι, τα φώτα του απέναντί ήταν κλειστά. Άρχιζα να νυστάζω όμως δεν ήθελα να κοιμηθώ. Έβαλα τα ακουστικά στα αφτιά μου και άρχισα να χορεύω στο δωμάτιο μου, άφησα την μουσική να με ταξιδέψει με την μελωδία της και μετά με πήγε σε ένα όνειρο ο γλυκός ύπνος. Ονειρεύτηκα να φοράω το κολιέ. Είχε μείνει στην μνήμη μου. Έτσι άρχιζα να βγένω κάθε βράδυ από το μπαλκόνι μήπως το ξαναδώ, μήπως τον ξαναδώ..
Δεν τον ξανα είδα..μα που πήγε; ούτε απόψε δεν ήταν εδώ. Ετοιμάστηκα και βγήκα μια βόλτα στους δρόμους..φεύγοντας πήρα και δυο καραμέλες, ήταν από τις αγαπημένες μου..έφαγα μια από το σπίτι και κράτησα την άλλη για αργότερα. Προχωρούσα και όλα ήταν ύσηχα..κάθησα για λίγο σε δυο σκάλες ενώς σπιτιού και έβγαλα το κινιτό μου για να κάνω ένα τηλέφονο, πριν προλάβω όμως είδα κάτι λαμπερό στον δρόμο, πλησίασα και ήταν ένα στρασάκι που από κάπου θα έπεσε σκέφτηκα..παραπέρα όμως και άλλο, και άλλο! Μάζεβα ένα ένα τα στρασάκια,ήταν πολλά. Πίστευα πως κάπου θα με οδηγούσαν..μέχρι που κάποια στιγμή σταμάτησαν ξαφνηκά να υπάρχουν, και εγώ απλά στεκόμουν σε ένα σταυροδρόμι. Θύμοσα,απογοητεύτικα. Έριξα την χούφτα όλη στον δρόμο και γύρησα σπίτι. Το επόμενο πρωί σηκώθηκα αργά και βιαζόμουν για το σχολείο, πριν φύγω όμως η μαμά μου μου είπε πως μου έφεραν κάτι χθες το οποίο ξέχασε να μου δώσει..της είπα θα το ανοίξω αργότερα και έφυγα τρέχοντας. Μετά από σχολείο, διάβασμα και όλα αυτά θυμήθηκα αυτό που μου είπε η μαμά. Είχε πια νυχτόση. Πήγα στο δωμάτιο μου και σκήζοντας το περιτίλιγμα αντίκρησα το μαύρο εκείνο κουτάκι. Είχα μείνει άναυδη. Το άνοιξα και αντίκρησα εκείνο το όμορφο κολιέ..το πήρα μαζί μου και πήγα απέναντη, σε εκείνον. Χτύπησα πολλές φορές την πόρτα μα μάτεα. Ξύπνησα και έναν γείτονα και μου είπε πως εκείνος έχει φύγει εδώ και αρκετές μέρες. Μα που πήγε; Πως με βρήκε; Δεν με είδε! Γιατί μου το έδωσε; Δεν κατάλαβα ποτέ μου. Απλά κάτω από το μαύρο κουτάκι ήταν κολημένο ένα σημίομα που έλεγε "πίστεψε σε αυτό και στα όνειρα σου" από τότε δεν το έβγαλα στιγμή από πάνω μου. Πέρασε ο καιρός και είχα καταφέρει πράγματα στην ζωή μου πολλά. Ίσως να ήταν τυχερό. Όλα ήταν όμορφα εκείνον τον καιρό μέχρι που μια μέρα άκουσα ένα χτύπημα στην πόρτα και τον είδα, είδα εκείνον που μου το έδωσε. Στεκόταν με ένα χαμόγελο. Άρχισα τις ερωτήσεις πριν καν μιλήσει..όταν τελείωσα μου είπε κάτι που με έβαλε σε σκέψεις και είχε δίκιο. "Απλά όλοι έχουμε την ανάγκη να πιστέψουμε κάπου,όμως τα όνειρα σου δεν τα κατάφερε ο κολιές ούτε τίποτα άλλο, παρα μόνο εσύ." Έβγαλα το μικρό φυλαχτό και του το έδωσα πίσω. Άπλωσε το χέρι του και με μια κύνηση το χε πετάξει από το μπαλκόνι. Έτσι κοιταχτήκαμε και του είπα, ΜΠΟΡΩ ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΑΥΤΟ, ΤΗΝ ΖΩΗ ΜΟΥ ΤΗΝ ΚΑΘΟΡΙΖΩ ΕΓΩ:)
Κάπως έτσι λοιπόν ήθελε να μου δείξει 'εκείνος' πως κάτι που πιστεύουμε πως έχουμε ανάγκη, στην πραγματικότιτα ίσως να μην το έχουμε, απλά μέσα από πράγματα της ζωής προσπαθούμε να βρούμε κάτι άλλο, που στην συγκεκριμένη περίπτωση βρήκα δύναμη! Και την βρήκα από έναν άγνωστο, εκεί που δεν το περίμενα!
Τέλος..
*Καλό σας μήνα! Hello august:)
εχεις δικιο πολλες φορες εχουμε αναγκη να πιστεψουμε σε κατι
ΑπάντησηΔιαγραφή:)
Διαγραφή