Δεν κατάλαβα πως με βαστούσαν τα πόδια μου εκείνο το βράδυ,αφού είχαν κοπεί όπως τα φτερά μου που ετοίμαζα τόσο καιρό ώστε να αντέξουν και να μπορέσουν να πετάξουν μακριά και ψηλά.
Έμεινε μια ευθεία γραμμή και κάποιες σκουριασμένες ταμπέλες στο δρόμο που με οδηγούσαν στα ίδια και ίδια μέρη. Ήταν τόσο συνηθισμένη αυτή η διαδρομή που θα μπορούσα να την κάνω με τα μάτια μου κλειστά..η μόνη διαφορά ήταν ότι τότε ήμουν μόνη μου. Αρχικά δεν είχα υπολογίσει σε αυτή την διαφορά τόσο,μα όσες πιο πολλές φορές περπατούσα μόνη τόσο πιο πολύ μου έλειπε το παρελθόν. Κάθε φορά μου ήταν όλο και πιο δύσκολο,τόσο που κάποιες φορές επαναλάμβανα τις συζητήσεις μας ξανά και ξανά μέχρι να φτάσω στον προορισμό μου.
Άρχισα να κάθομαι στα πεζοδρόμια αργότερα και να σε περιμένω. Ήξερα ότι δεν θα ερχόσουν ποτέ,απλά ήθελα να ελπίζω και να φαντάζομαι τον τρόπο που θα ερχόσουν και θα μου μιλούσες. Μετά από κάποια λεπτά σηκωνόμουν και έλεγα πόσο ανόητη είμαι,αφού και να ήθελες να έρθεις δεν ήξερες που βρισκόμουν.. Ίσως απλά είχα ανάγκη αυτά τα λίγα λεπτά να τα ξοδεύω έτσι,έτσι όπως μου είχες μάθει,ελπίζοντας..γιατί όπως έλεγες,τίποτα δεν είναι απίθανο.
Προσπαθούσα να αποφεύγω την διαδρομή από εκείνον τον δρόμο που ήταν γεμάτο αναμνήσεις,έκανα στροφές σε στενά που δεν γνώριζα καν ότι υπήρχαν,όμως πάντα με κάποιον ανεξήγητο τρόπο κατέληγα εκεί πάλι. Ένιωθα πως δεν μπορώ να προχωρήσω βήμα μόνη μου στην ζωή, και ας έκανα εκατό κάθε μέρα..Ήταν ότι έλειπε κάτι πολύ σημαντικό που χωρίς αυτό απλά δεν γινόταν,και ας νόμιζα πως ήμουν πιο δυνατή από αυτό. Τότε ήταν που κατάλαβα πως ο άνθρωπος δεν χρειάζεται φαΐ και νερό μόνο για να ζήσει..γιατί "ζω" δεν σημαίνει αναπνέω,αλλά υπάρχω..έχω μια θέση στην δική μου την ζωή πρώτον και μετά των άλλων.
Είναι στιγμές μπερδεμένες που δεν πρέπει να βιαζόμαστε,είναι θολά όλα μέσα μας..όμως αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι λίγη υπομονή..θα σταματήσει η βροχή. Δεν έχουμε κάθε μέρα καλό καιρό..
Και όταν επιστρέψει ο ήλιος θα ξανά νιώσεις δύναμη και ελπίδες να γεμίζουν τις μίζερες ευχές που ο ίδιος επέλεξες και πέταξες σε σκοτεινές γωνίες,επειδή δεν μπόρεσες να παλέψεις.
Λυπάμαι τους ανθρώπους που τα παρατάνε, και δεν θέλω να λυπηθώ τον εαυτό μου..
Ψίθυροι με περί τριγυρίζουν, ψίθυροι που δεν μπορώ να ακούσω καθαρά. Ίσα ίσα που ακούω στόματα να ανοιγοκλείνουν και κάποιες σκόρπιες λέξεις. Αγγίζω το γρασίδι,διστάζω μα ξαπλώνω. Αντικρίζω τον γαλάζιο ουρανό,ηρεμώ. Κλείνω τα μάτια μου και προσπαθώ να χαθώ στο σκοτάδι,προσπαθώ να ξεφορτωθώ τις φωνές,μα όλο δυναμώνουν. Νιώθω πίεση και κούραση,απελπίζομαι και αντιδρώ χωρίς να ξέρω τι θα καταφέρω,χωρίς δεύτερη σκέψη σηκώνομαι και τρέχω..τα πόδια μου έτρεμαν,τα μάτια μου έδειχναν τα πάντα θολά,μπερδεμένα, οι ανάσες μου ήταν κοφτές και συνεχώς ακολουθούσε η μία την άλλη χωρίς στάση. Δεν ήξερα που πήγαινα, απλά ήθελα να φύγω..πριν καλά καλά το καταλάβω είχα χαθεί και τα πόδια μου δεν με βαστούσαν πια,έτσι ακολούθησε η πτώση..
Το φόρεμα μου είχε λερωθεί και η κορδέλα από τα μαλλιά μου είχε πέσει. Περπάτησα λίγο παραπάνω και συνάντησα ένα ποτάμι,βούτηξα τα πόδια μου και χάζεψα τα ψηλά δέντρα που υπήρχαν γύρω μου. Λίγο παρακάτω βρήκα μια φωτογραφία,μια σκισμένη φωτογραφία, την καθάρισα και την παρατηρούσα για κάμποση ώρα, υπήρχε μια πεταλούδα,μια όμορφη πεταλούδα.
Ύστερα από πολλές ώρες,όπου πλέον ο ήλιος είχε χαθεί και είχε νυχτώσει, προσπαθούσα να βρω κάποιον να με βγάλει από τον τεράστιο αυτό λαβύρινθο,μάταια όμως..
Πέρασαν μερικές μέρες μέχρι να συνηθίσω την απόλυτη σιωπή, φώναζα, ούρλιαζα, μιλούσα με τον εαυτό μου σαν να μιλούσα σε κάποιον ή μερικές φορές απαντούσα σε ψιθύρους . Ένιωθα πως άρχισα να τρελαίνομαι. Ένα βράδυ λοιπόν οι ψίθυροι δυνάμωσαν τόσο που δεν μπορούσα να ακούσω πια την φωνή μου,άρχισα να ιδρώνω και να κλαίω. Προσπαθούσα να σηκωθώ και να σταθώ σε κάποιο δέντρο γιατί από το σκοτάδι δεν έβλεπα σχεδόν τίποτα,και άρχισα να από μακρύνομαι με βήματα μεθυσμένου..τότε λοιπόν ήταν που σκόνταψα και βγήκε η φωτογραφία από την τσέπη μου,αλλά αυτήν την φορά με την πίσω μεριά,εκεί υπήρχε κάτι που δεν είχα παρατηρήσει τόσες μέρες,κάποιες λέξεις που αντιστοιχούσαν με τους ψιθύρους. Άκουγα 'κράτα, μίλα,φύγε' και η φωτογραφία είχε τις λέξεις 'γερά,με την καρδιά,μακριά΄ και μπροστά από κάθε λέξη υπήρχε ένα κενό για να συμπληρώσεις, και αν ταίριαζαν, θα μπορούσα να κάνω μια οποιαδήποτε ευχή όπως έλεγε στην άκρη,με μικρά μικρά γράμματα. Λοιπόν και εγώ συμπλήρωσα στους ψιθύρους πιστεύοντας πως είναι οι σωστές λέξεις βιαστικά και έκανα την ευχή. Περίμενα,περίμενα..τίποτα..η μελαγχολία μου μετατράπηκε σε θυμό. Είχε ξημερώσει ήδη και μπορούσα να δω καλύτερα. Κοιτούσα την φωτογραφία και την τσαλάκωνα ταυτόχρονα..
Την επόμενη μέρα ξύπνησα απότομα, έτρεχα και έτρεχα,έψαχνα και έψαχνα..ανάμεσα σε φύλα και πέτρες..έψαχνα την άλλη μισή φωτογραφία..μα φυσικά,αφού την είχα βρει σκισμένη!
Δύσκολο να έψαχνα όλο αυτόν τον λαβύρινθο σε μια μέρα..έτσι έψαχνα για αρκετές μέρες..τίποτα ακόμα..έκατσα,πήρα μια ανάσα..έκλεισα τα μάτια μου και φαντάστηκα την φωτογραφία πως θα ήταν ολόκληρη, αργότερα φαντάστηκα την πεταλούδα ελεύθερη,να πετά από το ένα λουλούδι στο άλλο,από εδώ εκεί. Μετά σκέφτηκα πόσο θα ήθελα να βρισκόμουν σε μια αγκαλιά που θα με κρατούσανε δυο χέρια που θα με πρόσεχαν. Και μετά δεν θυμάμαι τίποτα..
Ξύπνησα και ήμουν στο δωμάτιο μου,και όλα όπως πριν. Έβγαλα την φωτογραφία από την τσέπη μου, και ήταν ενωμένη, ολόκληρη..όπως ακριβώς την είχα φανταστεί. Χαμογέλασα και βγήκα έξω να δω όσα μου έλειψαν, μάλλον..όλα μου έλειψαν.
Και όλοι ρωτούσαν 'που ήσουν τόσες μέρες'..και εγώ τους ψιθύριζα, σε ένα όνειρο. Ανατρίχιασα.
Και ναι όντος μετά από λίγο καιρό το διαπίστωσα, με την φωνή της μάνας μου να μου λέει 'κοιμόσουν 17 ώρες'!
Ήταν όνειρο, ένα όμορφο όνειρο με ψιθύρους που αντιπροσωπεύουν ότι θα ήθελα να ακούω από ανθρώπους..κράτα γερά,μίλα με την καρδιά,φύγε μακριά.