Απόγνωση. Απόγνωση και θυμός ταυτόχρονα.
Δεν θα μιλήσω. Δεν θα βρίσω. Όμως δεν μπορώ να μείνω να ανεχτώ τα πάντα. Υπομονή αρχικά. Μετά θα φύγω,τουλάχιστον θα το αποφύγω.
Νιώθω. Δυστυχώς ή ευτυχώς. Νιώθω,και με ενοχλεί.
Με ενοχλεί η αδιαφορία.
Νιώθω. Δυστυχώς ή ευτυχώς. Νιώθω,και με ενοχλεί.
Με ενοχλεί η αδιαφορία.
Περπατούσα και κοιτούσα τα κύματα να χτυπούν τους βράχους. Ένιωθα κάποιες σταγόνες το κορμί μου να βρίσκουν. Ένιωθα ότι με μια ανάσα αναπνέω όλο τον αέρα. Ένιωθα ελεύθερη,ξεχωριστή. Ένιωθα. Έτσι ήταν και μαζί του,ένιωθα. Ήμουν άλλη. Προσπάθησα να το ξανά νιώσω,ήλπιζα πως θα μπορούσα και με άλλους ανθρώπους. Ίσως έκανα λάθος,ίσως να είναι νωρίς. Προσπαθώ,τουλάχιστον.
Μου έλειψες ήλιε,σκέφτηκα..βαρέθηκα χειμώνα,γεμάτο βροχές..ένιωθα την ζεστασιά και πάλι,έβλεπα το φως. Και κάπου εκεί χαμένη στον κόσμο μου με τις περίπλοκες σκέψεις, είδα έναν νεαρό να στέκεται στην άκρη του δρόμου και να προσπαθεί με τον δικό του τρόπο να κάνει τα παιδιά να χαμογελάσουν,να ονειρευτούν. Τον χάζεψα. Μου χαμογέλασε. Πήγα να φύγω,με τράβηξε. Μου έδωσε ένα κομμάτι χαρτί που έλεγε nagy hunor,μου είπε θα τα πούμε και έφυγε. Τον έψαξα, εξαφανίστηκε.
Ταξίδευε από εδώ και από εκεί, μου είχε πει. Θα έφυγε. Θα ξανά γυρίσει όμως μια μέρα,μου είχε υποσχεθεί.
Ταξίδευε από εδώ και από εκεί, μου είχε πει. Θα έφυγε. Θα ξανά γυρίσει όμως μια μέρα,μου είχε υποσχεθεί.
Δεν ήξερα τι να κρατήσω, τι είχε πει ή τι είχε υποσχεθεί. Προτίμησα να θυμάμαι το χαμόγελο,εκείνο το ένα λεπτό που ξεχώρισε από όλη μου την ζωή.
Το χαμόγελο του που γέννησε το δικό μου.
Το χαμόγελο του που γέννησε το δικό μου.